- ἀπόφυγε
- ἀποφεύγωflee fromaor imperat act 2nd sgἀποφεύγωflee fromaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δάκρυσμα — το η εκροή δακρύων, το κλάμα: Δεν απόφυγε το δάκρυσμα όταν έμαθε για την τεράστια αποτυχία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαισθητικότητα — η η ιδιότητα του διαισθητικού, η ικανότητα που έχει κάποιος να διαισθάνεται: Τον έσωσε η διαισθητικότητά του κι έτσι απόφυγε τον κίνδυνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)